Ἀκρατοφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατοφόρος — vessel for pure wine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκρατοφόρον — Ἀκρατοφόρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατοφόρον — ἀκρατοφόρος vessel for pure wine masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκρατοφόρων — Ἀκρατοφόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατοφόρων — ἀκρατοφόρος vessel for pure wine masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Acratophorvs — ACRATOPHŎRVS, i, Gr. Ἀκρατόφορος, ου, ein Beynamen des Bacchus, der zu Phygalla in Arkadien seinen Tempel hatte. Seine Statüe war oben mit Zinnober angestrichen, unten her aber mit Epheu und Lorberzweigen bedecket. Pausan. Arcad. c. 39. Den Namen … Gründliches mythologisches Lexikon
άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων … Dictionary of Greek